- εὐνατήριον
- εὐν-ᾱτήριον, τό,A bed-chamber, A.Pers.160 (troch.), S.Tr.918 (pl.); marriage-chamber, E.Or.590. ([full] εὐναστήριον is a later form found in codd. of S. and E. ll. cc.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευνατήριον — εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ] 1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας 2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.) … Dictionary of Greek
εὐνατήριον — εὐνᾱτήριον , εὐνατήριον bed chamber neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευναστήριον — εὐναστήριον, τὸ (Α) βλ. εὐνατήριον … Dictionary of Greek
εὐνατηρίοις — εὐνᾱτηρίοις , εὐνατήριον bed chamber neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)